- λεπτολογίας
- λεπτολογίᾱς , λεπτολογίαsubtle argumentfem acc plλεπτολογίᾱς , λεπτολογίαsubtle argumentfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερθρεία — ἡ, ΜΑ [τερθεύομαι] (στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας αρχ. 1. λογομαχία σχετικά με λέξεις 2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση 3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως… … Dictionary of Greek
τερθρεύομαι — Α κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ.… … Dictionary of Greek